Ποτισμα στην φραγκοσυκια

Οι γνώσεις για την καλλιέργειαν της φραγκοσυκιάς στην Ελλάδα είναι περιορισμένες, σχεδόν άγνωστες. Εννοούμεν τι ωφελεί το φυτόν  ώστε να συντηρείται  ανέτως και να παράγει τους καρπούς του, αλλά και κλαδώδια ευτραφή και όχι κάτισχνα.  Ως φυτόν των ξηρών χωρών  αντέχει στην ξηρασίαν πλην   δεν έχει την δυνατότητα παραγωγής ευτραφών κλαδωδίων και καρπών. Κυμαίνονται σε μίαν μεσαίαν κατάσταση. Εκτός του νερού είναι άγνωστες και οι λοιπές επεμβάσεις όπως κλάδεμα, λιπάνσεις, συλλογή και χρήση καρπών πέραν της συνήθους, ως δροσερόν και εύγευστον καλοκαιρινόν φρούτον

Ευρυτάτη γνώση περί καλλιεργείας και λοιπών χρήσεων της φραγκοσυκιάς και των καρπών της, δόθηκε στα Ελληνικά δεδομένα με το  μοναδικόν βιβλίον «Τα Φραγκόσυκα» Επιστημονική και Πρακτική Θεώρηση φυτού και καρπών από  τον Συγγραφέα Μιχαήλ Στρατουδάκη, Αθήνα 2007. Εξ αυτού παρετηρήθη μία  αύξουσα κινητοποίηση και υλοποίηση των αναφερομένων πολλώ δε μάλλον για την δευτερογενή επεξεργασίαν. Στην έκδοση του 2007 ο Συγγραφέας ακολουθώντας τις πενιχρές έως ανύπαρκτες μέχρι τότε γνώσεις των ειδικών, ανέφερε ότι η φραγκοσυκιά δεν χρειάζεται πότισμα    «διότι προσβάλλεται από  ριζοσηψίαν»!

Στην δευτέραν έκδοση το 2013, του εν λόγω βιβλίου, προσέθεσε ότι χρειάζεται πότισμα συγκρατημένον, από τον Μάϊον ΄έως τον Σεπτέμβριον, ότε παράγει καρπούς. Διεπίστωσε αυτό από πειράματα που έκανε. Συνέχισε δε να πειραματίζεται  ποτίζοντας με πολύ νερόν το φυτόν, σε χώρον που γινόταν λίμνη η επιφάνεια του εδάφους, διοχετεύσας εκεί αγωγούς ομβρίων υδάτων! Διαπίστωση. Τα κλαδώδια της φραγκοσυκιάς έγιναν ευτραφή και καμμία δεν έπαθε απολύτως τίποτε! Κανένα φυτόν δεν προσεβλήθη από ριζοσηψίαν, όπως ήταν η πεποίθηση μέχρι τότε!

Βάσει των ανωτέρων η φραγκοσυκιά πρέπει να ποτίζεται. Τα παχειά «φύλλα» αποδίδουν περισσοτέραν πρώτην ύλην για  άνθρωπίνην   τροφήν, αλλά και δια τα ζώα των οποίων αποτελεί αρίστην προτίμηση.

Εάν θέλετε  να έχετε πολλαπλά οφέλη από την φραγκοσυκιάν, να την ποτίζετε κανονικώς, επαρκώς και τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Περισσότερες λεπτομέρειες στην Γ’ έκδοση.

Μιχαήλ Στρατουδάκης

.