ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Όνομα
Το επίσημο όνομα είναι: Opuntia ficus – indica, Οπούντια η ινδική συκή, κοινώς Φραγκοσυκιά

Τάξη
Cactales ή Opuntiales, Κακτώδη ή Οπουντιώδη

Οικογένεια
Cactaceae, Κακτίδες

Eik-2_Synollo_apo_fragosikies

Καταγωγή
Η φραγκοσυκιά κατάγεται από το Μεξικό. Μετήχθη στην Ευρώπη από τους Ισπανούς μεταξύ των ετών 1521 – 1523, όταν ο Fernando Cortes κατέλαβε το Μεξικό. Στις Μεσογειακές χώρες διεδόθη ταχέως για τους γλυκείς και εύγευστους καρπούς της.

Πολλαπλασιασμός
Πολλαπλασιάζεται δύσκολα με σπέρματα, ευκολότερα όμως με μοσχεύματα, (αγενής γένεσης ή αγενής πολλαπλασιασμός), δηλαδή κομμάτια των φυλλοκλαδίων, που αφήνονται μερικές ημέρες στο ύπαιθρο και κατόπιν φυτεύονται.
Αν είναι χειμώνας, φυτεύομε ένα «φύλλο» (έτσι αποκαλούμεν κατά συγκατάβαση τον βλαστό, ενώ φύλλα είναι τα αγκάθια) στο χώμα, σε τρόπο ώστε το μισό να είναι μέσα και το μισό έξω. Αυτό θα ριζώσει και θα έχομε ένα νέο φυτό.
Αν είναι καλοκαίρι σε κάποιο σημείο γης που επιλέγομε, πάνω σ’ ένα «φύλλο» βάζομε μια πέτρα και το αφήνομε στην επιφάνεια του εδάφους σε οριζόντια θέση. Από το κάτω μέρος του «φύλλου», φύονται, μετά από λίγες ημέρες μικρές ρίζες. Τότε ενδείκνυται να το φυτέψομε στο χώμα, καθέτως, τουλάχιστον μέχρι την μέση και έτσι θα έχομε ένα νέον οργανισμό.
Ακόμα πολλαπλασιάζεται και με σπέρματα αλλά πολύ βραδέως.

Βλαστοί
Οι βλαστοί (κορμός = το κεντρικό μέρος του φυτού απ’ το οποίο γίνονται οι διακλαδώσεις, αλλά και το γηραιότερο) της φραγκοσυκιάς είναι φυλλοειδώς πεπλατυσμένοι, ενώ στους κάκτους παρατηρούνται διαφοροποιήσεις σε σφαιρικούς ή κυλινδρικούς, στυλοειδείς ή αρθρωτούς, με πολλά φυλλοκλάδια. Έχουν σχήμα ελλειψοειδές, τριγωνικό ή άλλα παρόμοια και χρησιμεύουν ως αποθηκευτικοί χώροι. Περιέχουν μεγάλες ποσότητες νερού για να αντέχουν στις ξηρασίες.
Ομοιάζουν δηλαδή με σαρκώδη φύλλα, εξ ου και ο όρος βλαστοπαχύφυτα, αλλά είναι βλαστοί με λειτουργικές ιδιότητες φύλλων, μήκους 20 – 50 εκατοστών, πλάτους 10 – 20 εκατοστών και καλύπτονται από κηρώδες στρώμα. Αρχικώς είναι άκρως ευαίσθητοι, προοδευτικώς όμως αυξάνουν και τελικώς αποκτούν ινώδη (ξυλώδη) υπόσταση, για να καταλήξουν στον σχηματισμό του κορμού. Επίσης έχουν στην επιφάνειά τους πολλές και σκληρές ίνες, τα αγκάθια, κέντρα, ακίδες ή γλωχίνες. Ασκούν δε και την φωτοσυνθετικήν λειτουργία του φυτού.

Φύλλα
Η φραγκοσυκιά είναι άφυλλος ως δένδρο. Τα φύλλα της έχουν υποστεί «ισχυράν πήρωσιν» και έχουν μετατραπεί σε ακάνθας, ή φυλλακάνθας, όπως ευρίσκομε τον όρον στο «Περί φυτών ιστορίαι» έργο του αρχαίου Έλληνα βοτανολόγου Θεοφράστου Βιβλίο 6, Κεφ. 4, Παρ. 7, για άλλο φυτό. Είναι μικρά, βελονοειδή, εύπτωτα, σκληρά, μυτερά όργανα και επιτυγχάνουν δύο στόχους.
ΠΡΩΤΟΝ μειώνουν την διαπνοήν ώστε να μη χάνεται το αποταμιευμένο νερό, και
ΔΕΥΤΕΡΟΝ προστατεύουν από την επιδρομήν των φυτοφάγων ζώων.

Άνθη
Τα άνθη είναι μεγάλα και φύονται κατά κανόνα στην κορυφή των φυλλοκλαδίων, συνήθως των ανωτέρων ή εξωτερικών και πολύ σπανίως στα πλευρικά μέρη. Έχουν χρώμα ζωηρό κιτρινωπό, πορτοκαλί ή χρυσίζον. Ένας θαυμάσιος συνδυασμός που δίδει ιδιαίτερο τόνο κατά την περίοδο της ανθοφορίας στους χώρους όπου υπάρχουν συστοιχίες από φραγκοσυκιές.
Τα άνθη είναι μονήρη, δηλαδή βρίσκονται μεμονωμένα στον βλαστόν, αλλά πολλάκις και καθ’ ομάδας, ερμαφρόδιτα, (διγενή), κανονικά, ακτινόμορφα ή ζυγόμορφα ήτοι έχουν αμφίπλευρη συμμετρία και επίγυνα.
Η ωοθήκη είναι υποφυής, ήτοι βρίσκεται κάτω από το πεπλατυσμένο τμήμα
της βάσεως, μονόχωρος και δέχεται πολλές σπερματικές βλάστες (ωάρια).
Το περιάνθιο είναι διπλό και τα μέλη του βρίσκονται σε σπειροειδή διάταξη με μεταβατικές μορφές από σέπαλα σε πέταλα.
Τα σέπαλα και τα πέταλα δεν έχουν πλήρη διαφοροποίηση. Και τα δύο είναι πολυάριθμα, όρθια ή αποκλίνοντα.
Οι στήμονες (ανδρείον) είναι σπειροειδώς τοποθετημένοι ή ενίοτε καθ’ ομάδας.
Ο ύπερος (γυναικείον) είναι ένας και απαρτίζεται από τρία ή και περισσότερα καρπόφυλλα..
Τα πέταλα και τα σέπαλα με τα έντονα χρώματά τους και την γύρι προσελκύουν τα έντομα κι έτσι επιτυγχάνεται η επικονίαση στο φυτικό βασίλειο. Μένουν ανοικτά 36-48 ώρες για τον σκοπό αυτό.

Καρποί
Ο καρπός της φραγκοσυκιάς έχει σχήμα απιοειδές, ωοειδές, ή υποσφαιρικό πεπλατυσμένο περί την κορυφή ένθα σχηματίζει βοθρίον. Είναι γεμάτος γλωχίνες (αγκάθια) στο περίβλημα, (επικάρπιο), φυόμενα καθ’ ομάδας σε μικρές αποστάσεις επί της επιφανείας του, καθώς και στην στεφάνη (κορυφή) του καρπού. Πρόκειται για ένα μέσο αυτοπροστασίας από τους εχθρούς.
Είναι σαρκώδης, κίτρινος ή κοκκινωπός, εδώδιμος. Έχει σάρκα γλυκιά, χρώματος πορτοκαλί έως υποκίτρινο στην αρχή της ωριμάνσεως και κοκκινωπό προς κοκκινόμαυρο κατά την υπερωρίμανση. Καταναλώνεται νωπός, αφού αποφλοιωθεί. Έχει γεύση ευχάριστη, γλυκιά, δροσιστική, εξαιρετικώς εύγευστη και εύχυμη. Επίσης ο καρπός είναι ραξ ή ράγα.

Eπιβίωση
Η φραγκοσυκιά, ζει σε αμμώδη, πετρώδη ξηρά ή άνυδρα εδάφη. Έχει δηλαδή ήθος άκρως ξηροφυτικόν.
Για τον σκοπό αυτό έχει δημιουργήσει ένα δικό της αμυντικό σύστημα, ώστε να δύναται να επιβιώνει και σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας. Η προσαρμογή της χαρακτηριστικώς στηρίζεται στα πιο κάτω.
α) Αποταμίευση νερού. Μαζί με τις θρεπτικές ουσίες η φραγκοσυκιά αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες νερού μέσα στους ιστούς της, οι οποίοι συνήθως βρίσκονται στον κορμό. Γι’ αυτό η κατηγορία λέγεται παχύφυτα ή σαρκόφυτα.
Αποτέλεσμα της μεγάλης αποθήκευσης νερού στους ιστούς είναι η αρκετή εξόγκωση. Όταν τους κόψομε σε κάποιο σημείο ρέει νερό. Τα φυλλοκλάδια είναι οι δεξαμενές νερού της φραγκοσυκιάς.
Χωρίς νερό είναι αδύνατο να ζήσει άνθρωπος, ζώο ή φυτό, πέραν λίγων ωρών ή ημερών. Γι’ αυτό όλα λαμβάνουν την σχετικήν πρόνοια.
β) Μείωση διαπνοής. Ο δεύτερος λόγος με τον οποίον εξασφαλίζει η φραγκοσυκιά την διαφύλαξη νερού είναι η μείωση της διαπνοής και αυτό επιτυγχάνεται με την «εξαφάνιση» των φύλλων. Από πλευράς μακροβιότητος, ζεί άνω από 200έτη.

Βοτανικές ποικιλίες της Φραγκοσυκιάς

Στο εξωτερικό
Opuntia ficus – indica, variety « Santa Ynez»
Opuntia ficus – indica, variety « Santa Maria»
Opuntia ficus – indica, variety « Lynwood»
Opuntia ficus – indica, variety « Robusta» (dinner platecactus)
Opuntia ficus – indica, variety « Burbanks Spineless»»

Στην Ελλάδα
Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες συμφώνως με το Ινστιτούτο Υποτροπικών και Ελαίας, πλην όμως απαντώνται δεκάδες άλλες ουσιώδεις στον νησιωτικό χώρο, μη επισημασμένες.